-
1 πόρκης
πόρκης, ὁ, Ring, Reif; bei Hom. περὶ δὲ χρύσεος ϑέε πόρκης, Il. 8, 495. 6, 320, ein goldener Ring am obern Ende des Speerschaftes, zur Befestigung der eisernen Spitze; Suid. erkl. δακτύλιος τῆς ἐπιδορατίδος ὁ περιειργνύων αὐτὴν πρὸς τὸ ξύλον.
-
2 πόρκης
πόρκης, ὁ, Ring, Reif; περὶ δὲ χρύσεος ϑέε πόρκης, ein goldener Ring am obern Ende des Speerschaftes, zur Befestigung der eisernen Spitze -
3 περι-θέω
περι-θέω (s. ϑέω), herumlaufen; Hom. nur in tmesi, περὶ δὲ χρύσεος ϑέε πόρκης Il. 6, 320, vgl. Od. 24, 208; τεῖχος περιϑέει, die Mauer geht herum, Her. 1, 181; ὁ περὶ τὴν νῆσον περιϑέων, Plat. Critia. 115 e; περιϑέοντες ἐν κύκλῳ τὴν πόλιν, Luc. Nigr. 22; Plut. oft; auch τοῖς βωμοῖς, Hdn. 5, 5.
См. также в других словарях:
περιθέω — ΜΑ περιβάλλω κάτι (α. «τάφρος περιθέει», Ομ. Οδ. β. «περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης» περιέβαλλε χρυσό δακτυλίδι, Ομ. Ιλ. γ. «ὕδωρ περιθέον τὴν γῆν», Ευστ.) αρχ. 1. κινούμαι σε όλη την έκταση («περιθέοντες την Ἰταλίαν», Πλούτ.) 2. περιτρέχω, κινούμαι… … Dictionary of Greek